εκχύλιση

εκχύλιση
Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό σε δύο στρώματα των δύο φάσεων που σχηματίζονται· διαχωρισμό του εκχυλιστικού μέσου και επανάκτησή του για νέα χρήση. Το διάλυμα της ουσίας που θέλουμε να παραλάβουμε στο εκχυλιστικό μέσο λέγεται εκχύλισμα και ο διαχωρισμός της ουσίας από αυτό γίνεται με απόσταξη, κρυστάλλωση, εξάτμιση κλπ. Η ε. γίνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες, δίνει τη δυνατότητα διαχωρισμού μειγμάτων των οποίων τα συστατικά έχουν παραπλήσια σημεία βρασμού και έχει μεγάλη αποδοτικότητα κατά την παραλαβή ουσιών από αραιά διαλύματα. Ωστόσο, το μειονέκτημά της έγκειται στο ότι δεν μπορεί να γίνει πλήρης επανάκτηση του εκχυλιστικού μέσου από τα εκχυλίσματα. Στην ε. χρησιμοποιείται μεγάλος αριθμός διαλυτικών μέσων (νερό, αλκοόλη, βενζίνη, αιθέρας κ.ά.). Για παράδειγμα, ένα δείγμα βουλκανισμένου καουτσούκ μπορεί να αναλυθεί στα ειδικά συστατικά του, αν γίνει ε. με ακετόνη ή χλωροφόρμιο. Η ε. έχει πολλές εφαρμογές στην αναλυτική χημεία, στην πετροχημεία (π.χ. ε. αρωματικών υδρογονανθράκων από τα προϊόντα του πετρελαίου), στη μεταλλουργία (π.χ. ε. των μετάλλων ή των ενώσεων από τα μεταλλεύματα), στη φαρμακευτική (π.χ. ε. των αντιβιοτικών από τα υγρά των καλλιεργειών), αλλά και σε άλλους κλάδους της βιομηχανίας.
* * *
η
1. η ενέργεια τού εκχυλίζω*, η εξαγωγή χυλού από φυτό ή καρπό κ.λπ., χύλωση, χυλοποίηση, χύλωμα
2. χημ. η διάλυση με κατάλληλο διαλυτικό υγρό και παραλαβή ορισμένων συστατικών ενός μίγματος, αλλιώς εξίκμαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκχύλιση — η 1. η εξαγωγή χυλού από καρπό, φυτό, κρέας κτλ. 2. (χημ.), μέθοδος παραλαβής ορισμένων συστατικών ενός μείγματος με τη χρησιμοποίηση κατάλληλου διαλυτικού μέσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ταννίνες — Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή… …   Dictionary of Greek

  • εκχύλισμα — το, ατος 1. αυτό που βγαίνει από την εκχύλιση (βλ. λ.). 2. βιομηχανικό προϊόν που προέρχεται από συμπύκνωση ως έναν ορισμένο βαθμό ενός διαλύματος που παράγεται από την εκχύλιση ζωικής ή φυτικής ουσίας. 3. (φαρμ.), σύνθετο φάρμακο, που γίνεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… …   Dictionary of Greek

  • εκχυλισματικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από εκχύλιση ή εκχύλισμα («εκχυλισματικές ουσίες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”